προμορφούμαι

προμορφούμαι
-όομαι, Μ
1. λαμβάνω μορφή προηγουμένως («οὐ προμορφωθέντι... σώματι», Σωφρόν.)
2. προεικονίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μορφοῦμαι (< μορφή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”